Ανθολόγιο Κειμένων
Κανένα κωδικοποιημένο κινηματογραφικό ύφος
Παρασκευή 5.10.84: Καρκαλού
Στην απογευματινή προβολή του πληροφοριακού τμήματος προβάλλεται η κομμένη από την προκριματική επιτροπή Καρκαλού του Σταύρου Τορνέ, πιονιέρου του νέου ελληνικού κινηματογράφου, ασυμβίβαστης προσωπικότητας που ένιωσε τον κινηματογράφο στο πετσί του. Το 1982 ο Μπαλαμός, η προηγούμενη ταινία του, είχε σφυριχτεί άγρια από την αίθουσα. Δυο χρόνια αργότερα η Καρκαλού αποσπά το πιο θερμό χειροκρότημα. Ο Τορνές σηκώνει τη γροθιά και βγαίνει από την αίθουσα. Ο κινηματογράφος του Τορνέ θέτει πριν από κάθε τι άλλο ένα ανθρωπολογικό πρόβλημα: σε μια ταινία αυτός που κοιτάζει ( ο κινηματογραφιστής) είναι υποχρεωμένος να καθοδηγηθεί και να γίνει κομμάτια από αυτόν που βλέπει, πρέπει να δείξει τυφλή εμπιστοσύνη σ’ ένα πραγματικό σώμα με σάρκα και οστά ( ο ηθοποιός είναι μια πολύ σχετική έννοια για την ανθρώπινη παρουσία στις ταινίες του Τορνέ). Ένα τέτοιο σώμα αποτελεί στην Καρκαλού ο Στέλιος Αναστασιάδης, ο άνθρωπος που ζει τον θάνατό του τριγυρίζοντας σε μια παράξενη γεωγραφία, που ανακατεύει τη μνήμη με τις φαντασιώσεις, την παιδική ηλικία με τη μαγειρική, τη γυναίκα Καρκαλού με τον κινηματογράφο (η αριστουργηματική σκηνή στην παράγκα). Φιλμάροντας μ’ ένα αίσθημα απόλυτης ελευθερίας ο Τορνές αποδεικνύει (όπως και στον Μπαλαμό) ότι η πνευματικότητα είναι μια υπόθεση ακρίβειας, ενώ αντίθετα η σχηματικότητα έχει ανάγκη πάντα μια κάποια αοριστία για να υπάρξει. Έτσι η Καρκαλού, μοναδικό δείγμα υπερβατικού κινηματογράφου στην Ελλάδα, καταφέρνει να ολοκληρώσει το αισθητικό της «σύστημα» εξαντλώντας την υλικότητα των αντικειμένων που κινηματογραφούνται. Η υπέρβαση γεννιέται μόνο τη στιγμή που τα νταμάρια γίνονται χειροπιαστά, σχεδόν απτά για τον θεατή, οι καταστάσεις γίνονται πνευματικές (τοπία του μυαλού) σε ακραία ρεαλιστικές συνθήκες. Οι ηθοποιοί αποτελούν σώματα που πάλλονται, χωρίς να ανήκουν στην υστερία καμιάς δραματουργίας γνωστής εκ των προτέρων, κανενός κωδικοποιημένου κινηματογραφικού είδους.
Χρήστος Βακαλόπουλος / περιοδικό Αντί 1984.
...Πέρα από αληθινός ποιητής, ο Τορνές είναι ένας ανορθόδοξος δημιουργός. Διακατέχεται από μια ανεξάντλητη περιέργεια: παρατηρεί και αρθρώνει τους κόσμους της σκέψης και του ονείρου, καταφεύγει στο ευτελές και το χοντροκομμένο, το ακατέργαστο και το αλλόκοτο, χωρίς να νιώθει την ανάγκη της «ορθής» κινηματογράφησης. Η μεγαλύτερη όμως, και μοναδική ικανότητά του είναι πως μπορεί μια εικόνα φτωχή, ασήμαντη, καθημερινή που όλοι την προσπερνούν (από άγνοια, αλαζονεία και οκνηρία) να τη μετουσιώνει, ως διά μαγείας, σε κάτι εξωπραγματικό, υπερβατικό, οραματικό. Προνόμιο που χαρακτηρίζει τους πραγματικά μεγάλους δημιουργούς όταν αναμετρώνται με τα σκοτεινά σημεία του πραγματικού. Το συναντάμε στους σουρεαλιστές, στον Παζολίνι, το βρίσκουμε στον Τορνέ. Η πραγματικότητα σ' αυτούς αποκαθαίρεται από όλα τα βάρη της κοινοτοπίας και των κλισέ και, με μια απίστευτη αγάπη, συνδυασμένη με μόχθο και δύναμη, φθάνουν μέχρι τα όρια, του ονείρου, στην πλήρη απελευθέρωση. Ο κόσμος τους δεν μοιάζει με τον συνηθισμένο κόσμο, είναι ξεχωριστός: ένα καινούριο σύμπαν...
Μιχάλης Δημόπουλος
Από τον πρόλογο του βιβλίου: ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ 42ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Εκδόσεις Καστανιώτης (2001) σε επιμέλεια των: Ηλία Κανέλη και Σταύρου Καπλανίδη.
...Ταινία με την ταινία, ο Τορνές γίνεται θρύλος για το κινηματογραφόφιλο κοινό και τη νέα γενιά των δημιουργών. Παρόλη τη χλεύη που αντιμετώπισε σε πολλές περιπτώσεις, οι ταινίες του αποκτούν θαυμαστές σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό συνετέλεσε η πρωτότυπη κινηματογραφική του γλώσσα και ότι η ανάγκη του για καλλιτεχνική έκφραση τον κάνει να γυρνάει τις ταινίες του με τεράστιο προσωπικό κόστος και με ελάχιστα χρήματα και μέσα. Δυστυχώς έφυγε πάνω στην πιο ώριμη περίοδο του στα 56 του χρόνια.
Το αναγκαίο σινεμά του Σταύρου Τορνέ
...Είναι αυτές οι ταινίες (αλλά και η στάση ζωής του) που τον έκαναν μια ξεχωριστή φιγούρα στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, ένα πρόσωπο που υπερέβη με τον πιο σαφή και οριστικό τρόπο τις δεδομένες συνθήκες του χώρου. Το σινεμά του Σταύρου Τορνέ αρνείται την ηθογραφία (που κυριαρχεί στο ελληνικό σινεμά) όπως αρνείται και το δημοφιλή στη δεκαετία του 80 πολιτικό λόγο: ακολουθεί διαδρομές περιθωριακές, βρίσκεται εκτός χρόνου, αλλά όχι και εκτός τόπου. Με την εξαίρεση του Ερωδιού, οι ταινίες του δεν έχουν μια ευθεία, σαφή και γραμμική αφήγηση. Είναι φτωχές παραγωγές, χωρίς γνωστούς ηθοποιούς, διαδραματίζονται σε τοπία άγνωστα, στις ερημιές της Ελλάδας. Η συνειρμική αφήγηση, το ιδιόμορφο χιούμορ, τα θραύσματα της μνήμης, το φαντασιακό, η ποίηση, ορίζουν το πλαίσιο που κινούνται οι ταινίες. Ελεύθερη από τις δεσμεύσεις της δραματικής πλοκής, η κινηματογραφική κάμερα καταδύεται στην φαντασία και εξερευνά τόπους άγνωστους, καταγράφει γλώσσες παράξενες, εικόνες παράδοξες. Ο "άγριος" λυρισμός και η ποίηση της εικόνας δεν προκύπτει από κάποια ωραιοποιημένη εκδοχή του πραγματικού κόσμου -αλλά αντίθετα από την ίδια την ακατέργαστη όψη της ζωής. Οι εικόνες στις ταινίες του Σταύρου Τορνέ έχουν μια απροσδόκητη υλικότητα: χώμα, σκόνη, πέτρες, οι μορφές των ανθρώπων σαν αγάλματα βαριές. Υπενθυμίζουν τον θεατή την προέλευση τους: κατάγονται απο την πραγματικότητα, αλλά ενοικούν στην φαντασία και στο ασυνείδητο.Ιστορίες για παζάρια αλόγων στη Θεσσαλία, η μετά- θάνατο ζωή ενός ανθρώπου, ζωόμορφα πλάσματα, παράξενοι ήχοι και γλώσσες, ντοκιμαντέρ για την πόλη και τους ανθρώπους της, η δημιουργία και οι περιπέτειες της: στις ταινίες θα βρούμε τις πολλές και διάφορες εκδοχές μίας φαντασίας που δεν υπακούει στις λογικές του θεάματος ή της εύκολης συγκίνησης. Αντίθετα εδώ ο κινηματογραφικός λόγος είναι λιτός, απογυμνωμένος από ψιμύθια, καθαρός (από τις προσμίξεις του θεάτρου ή του θεάματος), ακατέργαστος. Αποζητά αυτός ο λόγος να φθάσει στην ουσία των πραγμάτων, να περιγράψει, με τις εικόνες, πράγματα που καμία άλλη τέχνη δεν περιέγραψε: θέλει αυτές οι εικόνες να είναι αυθύπαρκτες. Το σινεμά του Σταύρου Τορνέ -ασκητικό, αυθύπαρκτο και δωρικό- έχει στον πυρήνα του αυτό που συναντάμε σε κάθε μεγάλη τέχνη: την πραγματικότητα και την υπέρβαση της, δηλαδή την ποίηση. Οι ήχοι και οι εικόνες των ταινιών του Σταύρου Τορνέ, ακατέργαστοι και γεμάτοι τεχνικά προβλήματα, φλέγονται από ένα πάθος: το πάθος ενός αληθινού δημιουργού όταν συναντά τις κρυφές και αθέατες όψεις της πραγματικότητας.
Δημήτρης Μπάμπας [http://www.cinephilia.gr]
Για το COATTI (1977) του Σταύρου Τορνέ.
Ο Σταύρος και η Charlotte, ένας Έλληνας και μια Ολλανδέζα, είναι μετανάστες στη Ρώμη του 1977. Παρά τις πολιτισμικές διαφορές τους, τούς ενώνει η Μεσόγειος που είναι ένας τόπος πραγματικής πνευματικής απόλαυσης. Ο μποέμ Σταύρος λατρεύει τη Charlotte του και με λίγα δανεικά χρήματα την πείθει να ξεκινήσουν ένα ταξίδι στην ιστορία και στην εποχή που ζουν. (...) Η αλήθεια που αναζητούν εκφράζεται μέσα από τη μαρξιστική σκέψη ενός φτωχού εργάτη της Νότιας Ιταλίας. Σιγά- σιγά ο Σταύρος και η Charlotte από μετανάστες γίνονται φυγάδες ενός κόσμου που εθελοτυφλεί (...) Στα πρόσωπα αυτών των δύο ανθρώπων ενσαρκώνεται ολόκληρο το διεθνές αριστερό κίνημα: ουμανιστικό, ευαίσθητο, προδομένο, απογοητευμένο, κυνηγημένο, σκεπτικιστικό, υπαρξιακό και συντροφικό. Η Liberation είχε χαρακτηρίσει το Coatti του Σταύρου Τορνέ, ταινία μόνο για τους λίγους παρόντες τρελούς του κινηματογράφου! Ασπρόμαυρη, γυρισμένη με ρετάλια φιλμ 16 χιλιοστών, που κατάφερε ο ιδρυτής της σχολής του Φτωχού Κινηματογράφου να μαζέψει από φίλους του. Στη συγκεκριμένη ταινία του Τορνέ (η τρίτη μαζί με τα δύο ντοκιμαντέρ που γύρισε στην Ιταλία των 70s), δεν υπάρχει καμία γραμμική αφήγηση. Πλάνα της μίας σκηνής μπαίνουν εμβόλιμα στην άλλη, βουβάλια και κουρεμένα πρόβατα διασχίζουν χωράφια και παραλίες, ένα σπαστικό αγοράκι παίζει φυσαρμόνικα, οι διάλογοι θυμίζουν το αριστουργηματικό Η μαμά και η πουτάνα του Ζαν Ιστάς. Ένα απόλυτα ποιητικό χειροποίητο σινεμά με μόνη μουσική υπόκρουση το πένθιμο τσέλο της Charlotte van Gelder. To Coatti του Τορνέ έκλεισε την πρώτη χτεσινή μέρα του φεστιβάλ Εικόνες και Όψεις του Εναλλακτικού Κινηματογράφου εδώ στη Λευκωσία και πολύ το χάρηκα, αφού το αναζητούσα για χρόνια...
Αναρτήθηκε στο http://bosko-hippydippy.blogspot.gr/2010/06/coatti-1977.html
Σταύρος Τορνές: Ενας φτωχός και μόνος καουμπόι
Ο κινηματογράφος του Σταύρου Τορνέ μπορεί στην εποχή του να αγκαλιάστηκε από μια εξαιρετικά μικρή μερίδα κοινού, όμως αρχίζει να δικαιώνεται από τους παλιούς που παρέμειναν πιστοί και από τους νέους που ολοένα και προσηλυτίζονται. Οι ταινίες του λάμπουν ακόμα ως μοναδικές (χωρίς υπερβολή) περιπτώσεις στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, ως μαγικές περιπλανήσεις ενός εξίσου μαγικού, περιπλανώμενου κινηματογραφιστή. Γεννημένος σε ένα άγονο και εχθρικό περιβάλλον, ο Τορνές (1932-1988) θα βρεθεί σε ηλικία 17 ετών εξόριστος στη Μακρόνησο.
Ακόμα κι εκεί θα καταφέρει να κάνει το δικό του σινεμά, καθώς θα μετατραπεί σε επίσημο παραμυθά της κοινότητας, αφηγούμενος στους συντρόφους του ημι-υπαρκτές ταινίες. Επειτα από μερικά χρόνια νεανικών αναζητήσεων, ο Τορνές θα μεταναστεύσει στην Ιταλία. Τα χρόνια περνούν με μποέμ ζωή στη Ρώμη, περιστασιακές δουλειές, κυνήγι της περιπέτειας. Το παρουσιαστικό του τού χαρίζει ρόλους σε ταινίες του Φραντσέσκο Ρόζι, του Μάριο Μονιτσέλι, της Ανιές Βαρντά και των αδελφών Ταβιάνι. Ενδιάμεσα, γυρίζει τον κόσμο, ανακαλύπτει άλλους πολιτισμούς και ετοιμάζεται να κάνει τον δικό του κινηματογράφο. Έναν κινηματογράφο ανυποχώρητο, προσωπικό, βγαλμένο την ίδια στιγμή από το μυαλό και το σώμα του. Κι έπειτα θα έρθει η στιγμή της επιστροφής στη γενέθλια γη. Βρίσκοντας ελάχιστες ρωγμές στο σύστημα μιας χώρας που δεν τον υποδέχτηκε με ροδοπέταλα, ο Τορνές θα κατορθώσει να συγκεντρώσει μια ομάδα πιστών και να δημιουργήσει σε συνθήκες πραγματικής ανέχειας. Εάν σήμερα το «χειροποίητο» και το «DIY» αποτελούν καθιερωμένο μερίδιο της καλλιτεχνικής πίτας, ο Τορνές είχε προλάβει να κατασκευάσει μια δική του νησίδα χωρίς όνομα. Και να μετατραπεί στον μάγο μιας φυλής που συχνά τον αγνόησε άδικα, αλλά σιγά-σιγά ξεθάβει τη μαγεία των συναρπαστικών ταινιών του και την αλήθεια του μανιφέστου του: «Ο κινηματογράφος είναι ο τόπος που εσύ και εγώ γνωριζόμαστε, εγώ και άλλοι αγκαλιαζόμαστε... Ο κινηματογράφος είναι ο χώρος της κατάρας και της μέθης… το σημείο συνάντησης-σύγκρουσης μεταξύ του πραγματικού και του αδιανόητου, του φανταστικού και του αδύνατου».
Κωνσταντίνος Σαμαράς
Από το πρόγραμμα του 20ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας 2014, ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ για το αφιέρωμα στο ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΡΝΕ.